Εάν το 2015 υπήρξε έτος Βαρουφάκη, το 2016 αναμφισβήτητα ήταν έτος Φίλη. Οι πολιτικές πρωτοβουλίες και οι απόψεις του τέως Υπουργού Παιδείας μονοπώλησαν το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης. Μετά τις λιανοντουφεκιές Μπαλτά περί αριστείας, οι κανονιοβολισμοί Φίλη σήκωσαν αχό βαρύ και αντάρα. Μιας και το 2015 εμπεδώσαμε όλοι, ακόμα και οι αιθεροβάμονες, ότι τα μνημόνια προώρισται να μας συντροφεύουν για πολύ καιρό, αποφασίσαμε να ασχοληθούμε επισταμένως με άλλα θέματα, δηλαδή με ένα: το άλυτο διαχρονικό πρόβλημα της εκπαίδευσης. Εδώ και δεκαετίες ο χώρος της εκπαίδευσης αποτελεί μια ιδιότυπη λωρίδα της Γάζας εντός της ελλαδικής επικράτειας. Βρίσκεται σε συνεχή αναστάτωση: εξαγγέλλονται αλλεπάλληλα μεγαλόπνοα μεταρρυθμιστικά σχέδια, προκαλούνται αντιστασιακά κινήματα, ντίβες – πολιτικοί θυσιάζονται στο βωμό του πολιτικού κόστους και αποτέλεσμα ουδέν. Κάτι οι παλιοδιαγωνισμοί των κουτόφραγκων, όπως αυτός της PISA, κάτι τα αλλοπρόσαλλα αποτελέσματα των Πανελλαδικών Εξετάσεων, δε θέλει πολύ κόπο για να καταλάβει κανείς ότι σκοτωνόμαστε χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα. Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες των τελευταίων δεκαετιών, βρισκόμαστε σε χειρότερο σημείο από εκείνο που μας άφησε η μεταρρύθμιση Παπανούτσου(1964).
Μια από τις βασικές αιτίες της εθνικής μας αποτυχίας είναι ο τρόπος που αντιμετωπίζονται τόσο ο εκπαιδευτικός όσο και το σχολείο, ως κοινότητα διδασκόντων και διδασκομένων. Όλες οι πολιτικές πρωτοβουλίες στοχοποιούν με ποικίλους τρόπους τον εκπαιδευτικό. Η υπόρρητη βάση εργασίας είναι ότι όλοι τους είναι τεμπέληδες, ανεπαρκείς, αδιάφοροι και άλλα παρόμοια. Πρέπει συνεπώς να πιεστούν με ρυθμίσεις διοικητικού χαρακτήρα ώστε να βελτιωθεί η αποτελεσματικότητα της εκπαίδευσης. Οπότε το Υπουργείο Παιδείας επέλεξε να στραγγαλίζει τα σχολεία με απίστευτο όγκο γραφειοκρατίας, ο οποίος πνίγει τον εκπαιδευτικό και του απομυζεί κάθε ικμάδα δημιουργικότητας που του έχει αφήσει η καθημερινότητά του. Το Υπουργείο βάζει τον εκπαιδευτικό στη θέση του κατηγορουμένου, που πρέπει διαρκώς να αποδεικνύει ότι εφήρμοσε κατά γράμμα τις άνωθεν εκπορευόμενες εντολές. Δεν υπάρχει σχέση εμπιστοσύνης και κανένα περιθώριο πρωτοβουλίας και ελιγμών. Το βρόγχο γύρω από το λαιμό του μάχιμου εκπαιδευτικού σφίγγουν και οι αιρετοί, οι συνδικαλιστές-εκπαιδευτικοί, που διαγκωνίζονται στη μεγιστοποίηση της γραφειοκρατίας ώστε να ενισχυθεί ο ρόλος τους και να κερδίζουν πόντους στις κομματικές ιεραρχίες που δίνουν αναφορά.
Την ίδια στιγμή το σχολείο ασφυκτιά αλυσοδεμένο σε ένα κυκεώνα ρυθμίσεων, προβλέψεων και κανόνων. Δεν αφήνεται κανένα περιθώριο να αναπτυχθεί μια γνήσια εκπαιδευτική σχέση μεταξύ δασκάλου – μαθητή- ευρύτερης κοινωνίας. Όλα υπάγονται σε κεντρικό έλεγχο, γιατί ο στόχος της Πολιτείας είναι να μάθουν τα παιδιά τι να σκέφτονται και όχι πώς να σκέφτονται. Η σχολική μονάδα δεν μπορεί να αναλάβει καμιά εκπαιδευτικού ή επιστημονικού χαρακτήρα πρωτοβουλία, αν δεν τύχει της έγκρισης πολυδαίδαλων γραφειοκρατικών μηχανισμών. Θυμηθείτε ότι για την πρόσκληση ενός ομιλητή σε σχολείο, το άνοιγμα του δηλαδή στην κοινωνία και το σύγχρονο προβληματισμό, απαιτούνται: α. αίτημα του διευθυντή της σχολικής μονάδας για είσοδο τρίτων στο σχολείο, β. αντίγραφο της πράξης συλλόγου διδασκόντων, γ. βιογραφικό σημείωμα του ομιλούντος ή ενημερωτικό σημείωμα και δ. εισήγηση του Διευθυντή Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης. Ο θρίαμβος της καχυποψίας και της καθυστέρησης! Καμιά πρόβλεψη για διαφοροποίηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες, τις ανησυχίες, τις ευκαιρίες και τα προβλήματα των μικροκοινωνιών.
Εκείνο που χρειάζονται οι εκπαιδευτικοί και το σχολείο είναι περισσότερη ελευθερία και αυτονομία. Κανένας σώφρων άνθρωπος δεν αποφάσισε να γίνει εκπαιδευτικός πιστεύοντας ότι θα πλουτίσει από το συγκεκριμένο επάγγελμα. Ένα από τα κίνητρα επιλογής του ήταν και παραμένει η παιδαγωγική σχέση. Η εκπαίδευση δεν είναι το γέμισμα ενός κουβά, αλλά το άναμμα μιας φλόγας, όπως έγραψε ο Yeats. Μιας φλόγας που ζεσταίνει την καρδιά του δασκάλου και πυροδοτεί μια έκρηξη στην καρδιά του μαθητή , ώστε αυτός να εμπνευστεί και να γίνει η αλλαγή που χρειάζεται η χώρα και ο πλανήτης ολάκερος.
Στην Ελλάδα, επί δεκαετίες, ο δάσκαλος αμειβόταν πρωτίστως από την προκοπή των μαθητών του και την εκτίμηση της κοινωνίας. Τις τελευταίες τρεις δεκαετίες κάναμε, ως κοινωνία και Πολιτεία, ό,τι περνούσε και από τα δυο μας χέρια και πόδια για να αποσυνθέσουμε τη φιγούρα του εκπαιδευτικού. Του φορτώσαμε όλα τα αναθέματα και του αποδώσαμε με φασιστικό τρόπο συλλογική ευθύνη για όσες άσχημες πρακτικές ορισμένοι συνάδελφοί του επέδειξαν. Ρίξαμε μπόλικο νερό στο μύλο του γραφειοκρατικού κεντρικού Κράτους που θέλει να δικαιώσει το ρόλο του στραγγίζοντας κάθε σταγόνα ζωντάνιας και πρωτότυπης σκέψης που επιζεί μέσα στο πνεύμα του εκπαιδευτικού. Τον θελήσαμε και αυτόν ένα δημόσιο υπάλληλο, σαν τον κλητήρα ή τον ταμία της Υπηρεσίας Ύδρευσης, να εκτελεί προειλημμένα καθήκοντα, ξεχνώντας ότι είναι επιστήμονας και ότι διαμορφώνει ανθρώπους, όχι κατάστιχα. Τον καταστήσαμε talking head, δίχως καμιά πρωτοβουλία και παραγωγή ελεύθερου στοχασμού.
Δεν αφήνεται κανένα περιθώριο να αναπτυχθεί μια γνήσια εκπαιδευτική σχέση μεταξύ δασκάλου – μαθητή- ευρύτερης κοινωνίας.
Αντίθετα, αποθεώνουμε ως κοινωνία τον προπαιδευτή (κοινώς, τον φροντιστή), ο οποίος είναι το πλέον πειθήνιο όργανο της κεντρικής εξουσίας, αφού αναλαμβάνει να διδάξει στα παιδιά μόνο την ύλη των εξετάσεων και τίποτα παραπάνω. Ο παραλογισμός μας έχει φτάσει στο σημείο να εξαίρεται η προσφορά του προπαιδευτή που εγκλωβίζει σε κουτάκια τη σκέψη και την κρίση των παιδιών μας, ενώ ταυτόχρονα λοιδορούμε τον εκπαιδευτικό του σχολείου που προσπαθεί να διδάξει ευρύτερα τους μαθητές του. Σκεφθείτε μόνα πόσα καταλογίζονται σε όποιον δάσκαλο επιδιώκει να διευρύνει τους ορίζοντες των παιδιών πέρα από τις σελίδες του σχολικού βιβλίου και των βοηθημάτων, επειδή δεν προχωρά την ύλη των εξετάσεων και φορτώνει τα παιδιά με «περιττό» φόρτο εργασίας.
Τα σχολεία είναι αυτόνομες κοινότητες και οι εκπαιδευτικοί επιστήμονες. Για να μπορέσουν να ευδοκιμήσουν δεν χρειάζονται πρωτίστως χρήματα και υλικά μέσα, αλλά ελευθερία, αυτονομία και εμπιστοσύνη. Και πάνω από όλα, αγάπη. Δεν νοείται και δεν υπάρχει παιδαγωγία δίχως αγάπη της Πολιτείας και της κοινωνίας προς τον εκπαιδευτικό και του εκπαιδευτικού προς το παιδί. Καλές και άγιες οι περισπούδαστες ρυθμίσεις και τα μακροσκελή νομοθετήματα, αρκεί να μην εξαφανίζουν το οξυγόνο που κρατά ζωντανή τη σπίθα της παιδαγωγίας. Την επόμενη φορά που θα μαζευτούν οι ειδήμονες σε κόμματα, φορείς, think tanks και το Κοινοβούλιο για να λύσουν τα προβλήματα της εκπαίδευσης, ας μην λησμονήσουν και τις παραμέτρους «εκπαιδευτικός» και «παιδαγωγική σχέση». Κυρίως όμως να μην τις λησμονήσουν οι αιρετοί εκπαιδευτικοί που «εκπροσωπούν» τον κλάδο.