Ηταν στις 10 το πρωί όταν οι δικαστές μπήκαν στην αίθουσα και ανέβηκαν στα ειδικά διαμορφωμένα έδρανα τα οποία περιστοιχίζονταν από άνδρες της αμερικανικής στρατιωτικής αστυνομίας. Χρειάστηκε μια ολόκληρη ημέρα για να διαβάσουν το κατηγορητήριο των 24.000 σελίδων, το οποίο περιελάμβανε κατηγορίες για συνωμοσία με στόχο την κήρυξη πολέμου, για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και εγκλήματα πολέμου.
Εβδομήντα πέντε χρόνια έχουν περάσει από εκείνη την 20ή Νοεμβρίου που ξεκίνησε η πρώτη δίκη της Νυρεμβέργης. Η δίκη ξεκίνησε σε μια πόλη όπου τα χρόνια πριν από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι ναζί είχαν πραγματοποιήσει ογκώδεις διαδηλώσεις. Ο βρετανός πρόεδρος του διεθνούς στρατιωτικού δικαστηρίου Τζέφρι Λόρενς άνοιξε την ακροαματική διαδικασία χαρακτηρίζοντας τη δίκη «μοναδική στην ιστορία της δικαιοσύνης και εξαιρετικής σημασίας για εκατομμύρια ανθρώπους σε ολόκληρο τον πλανήτη».
Η πρώτη δίκη κράτησε περισσότερους από δέκα μήνες, ενώ το προεδρείο αποτελούνταν από δικαστές των τεσσάρων διωκτικών χωρών: των ΗΠΑ, της Βρετανίας, της Γαλλίας και της Σοβιετικής Ενωσης. Ανάμεσα στους 24 κατηγορούμενους ήταν και ο Χέρμαν Γκέρινγκ, ο επιλεγμένος διάδοχος του Χίτλερ, ο Ρούντολφ Ες, ο Γιόαχιμ φον Ρίμπτεντρομπ και ο Αλμπερτ Σπέερ. Στο τέλος, δώδεκα από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο, επτά έλαβαν ποινές που ξεκινούσαν από τα δέκα χρόνια και έφταναν ως τα ισόβια, τρεις αθωώθηκαν και για δύο δεν υπήρξε απόφαση.
Οι δίκες της Νυρεμβέργης θεωρούνται ορόσημο στην ιστορία του διεθνούς ποινικού δικαίου, κάτω από το οποίο πρόσωπα και οντότητες καλούνται να απολογηθούν για μερικά από τα χειρότερα εγκλήματα που μπορεί να φανταστεί ανθρώπινος νους. Ανοιξαν τον δρόμο στην εγκαθίδρυση ενός διαρκούς διεθνούς δικαστηρίου, το οποίο αργότερα ασχολήθηκε με υποθέσεις γενοκτονίας και εγκλημάτων πολέμου. Διατυπώνονται ωστόσο ακόμη ενστάσεις σχετικά με το εάν υπηρετήθηκε η δικαιοσύνη στη Νυρεμβέργη.
Τρομερό σοκ
«Η δίκη δεν σήμαινε πολλά για μένα εκείνη την εποχή» δηλώνει ο Ιβόρ Περλ, επιζών του Ολοκαυτώματος. «Ηθελα να προχωρήσω με τη ζωή μου, ενώ αισθανόμουν πως η δίκη άρχισε πολύ γρήγορα μετά το τέλος του πολέμου. Η Ευρώπη είχε υποστεί ένα τρομερό σοκ και οι περισσότεροι άνθρωποι προσπαθούσαν να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους. Εάν η δίκη είχε γίνει δέκα χρόνια αργότερα, ο αντίκτυπος θα ήταν πολύ μεγαλύτερος» συμπληρώνει. «Ξέραμε το αποτέλεσμα. Το σημαντικό ήταν να μάθει ο κόσμος αυτό που είχε συμβεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης» λέει ακόμη.
Πριν από μερικά χρόνια ο Ιβόρ Περλ κλήθηκε να καταθέσει ως μάρτυρας στη δίκη ενός πρώην αξιωματικού των SS, του Οσκαρ Γκρένικγκ, που ήταν γνωστός ως ο «λογιστής του Αουσβιτς». Δεν ήθελε να πάει μέχρι που τον έπεισε η κόρη του. «Τρομοκρατήθηκα. Ηθελα να τον μισήσω αλλά είδα μόνο έναν γέρο σε ένα αναπηρικό αμαξίδιο. Ενιωσα κάτι να στεγνώνει μέσα μου» λέει για να καταλήξει: «Δεν αποζητώ την εκδίκηση. Θέλω μόνο οι άνθρωποι να διδάσκονται από την ιστορία».
Αλλά τι λέει για τη δίκη της Νυρεμβέργης μία άλλη επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, η Τζόαν Σάλτερ; «Στο δικαστήριο ήταν όλα άσπρο – μαύρο. Οι ναζί ήταν οι καλοί, οι σύμμαχοι οι καλοί. Οι διωκτικές χώρες θα απένεμαν δικαιοσύνη για τα θύματα των ναζί. Αλλά πώς μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη όταν οι τέσσερις αυτές χώρες έθαψαν οτιδήποτε θα μπορούσε να εκθέσει τις δικές τους ευθύνες;» απαντά. «Τα εγκλήματα των ναζί ήταν πέρα από κάθε όριο απανθρωπιάς και αχρειότητας. Αναρωτιέμαι όμως εάν οι σύμμαχοι μπορούν να κάνουν τους ηθικούς. Οι ΗΠΑ και η Βρετανία έκλεισαν τις πόρτες τους στους εβραίους πρόσφυγες θέτοντας αυστηρούς κανόνες. Η Γαλλία που παριστάνει το θύμα της ναζιστικής Γερμανίας έστειλε χιλιάδες Εβραίους στα στρατόπεδα με το καθεστώς του Βισί. Οσο για τη Σοβιετική Ενωση, εκεί ο αντισημιτισμός ήταν εδραιωμένος».
«Δόθηκε πολύ μεγάλη δημοσιότητα, όλος ο παγκόσμιος Τύπος ήταν εκεί» λέει από την πλευρά του ένας τρίτος επιζών, ο Στίβεν Φρανκ. «Ηταν πολύ σημαντικό το γεγονός ότι οι άνθρωποι αυτοί δικάστηκαν ξεκινώντας από τους μεγαλόσχημους στην πρώτη δίκη. Ας μην ξεχνάμε πως οι δίκες της Νυρεμβέργης οδήγησαν στη Διακήρυξη των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων το 1948 και αργότερα στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης».
Πηγή: in.gr