Το τρέχον έτος: 2021
Οι βιοτικές συνθήκες: Σε κρίση
Ο ρυθμός αύξησης ατόμων με ψυχικές διαταραχές: Καλπάζων
Η κατάθλιψη, το άγχος, η ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή, οι κρίσεις πανικού, οι διάφορες φοβίες, η ανορεξία, η βουλιμία και η αϋπνία είναι λίγες μόνο από τις ψυχικές διαταραχές, που μαστίζουν την καθημερινότητα του Homo Sapiens Sapiens.
Το ζήτημα, όμως, είναι ένα στο τέλος της μέρας.
Πώς καταφέρνουμε να ανταποκριθούμε στις επιπτώσεις των δυσχερειών, αυτών, που κλονίζουν την ψυχική υπόσταση του σύγχρονου ανθρώπου;
Ψυχθεραπεία; Φαρμακοθεραπεία; Ή μήπως μια χρυσή τομή;
Στη σημερινή κοινωνία, την κοινωνία του SARS-CoV-2, την κοινωνία του άγχους, της απελπισίας και της απόγνωσης, η ασφυκτική καθημερινότητα μάς οδηγεί ουκ ολίγες φορές στην εύκολη, γρήγορη και οικονομική λύση προς απάντηση των πολλαπλών προβλημάτων που προκύπτουν. Ως «από μηχανής Θεός», λοιπόν, κάνουν την εμφάνιση τους τα φάρμακα κατά την εκδήλωση ψυχικών διαταραχών. «Ψυχοφάρμακα», όπως συνηθίζονται να αποκαλούνται από μία μεγάλη μερίδα του κόσμου, πρωταγωνιστούν στη θεραπεία της πλειονότητας των ψυχικών ασθενειών και διαταραχών.
Ως γνωστόν, ο ανθρώπινος οργανισμός είναι εν δυνάμει ικανός να παράγει ουσίες για την καταπολέμηση πάσης φύσεως νόσου. Αυτό που κάνουν οι φαρμακοβιομηχανίες, λοιπόν, δεν είναι παρά μία απόπειρα μιμήσεως του οργανισμού, παρασκευάζοντας in vitro ουσίες – φάρμακα ικανές να «χτυπήσουν» την εκάστοτε πάθηση. Όταν αυτές αποτυγχάνουν να παρασκευάσουν ένα πιστό αντίγραφο της επιθυμητής ουσίας, αλλά απλώς μία απομίμηση, τότε είναι που προκύπτουν οι, γνωστές σε όλους, παρενέργειες.
Οι πιθανές παρενέργειες των φαρμάκων μπορεί να αποτελούν ένα σημαντικό μειονέκτημα της χορήγησης αυτών σε ασθενείς, αλλά όχι το μοναδικό. Δυστυχώς, αποδεδειγμένα πλέον, τα φάρμακα και ιδίως εκείνα που αφορούν σε παθήσεις της ψυχοσύνθεσης του ανθρώπου είναι ικανά να επιδράσουν στην προσωπικότητα και τη λειτουργικότητα των ασθενών που τα λαμβάνουν. Η λήψη ψυχοτρόπων φαρμάκων προκαλεί ανησυχία, επίσης, γύρω από την ανάπτυξη ενός πιθανού εθισμού, ενώ φαίνεται να προβληματίζει σε μεγάλο βαθμό τους ασθενείς σχετικά με το τι πρόκειται να συμβεί αμέσως μετά τη διακοπή της χορήγησης.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα προαναφερθέντα, λοιπόν, συνάγεται, απολύτως ευλόγως, το συμπέρασμα πως πρόκειται για σπουδαίο ΛΑΘΟΣ η παρορμητική και βεβιασμένη λήψη φαρμάκων θεωρώντας αυτά «μαγικό ραβδάκι» και τη δράση τους «ξόρκι». Η φαρμακοθεραπεία, μολονότι αποτελεί τη μοναδική οδό διαφυγής από ορισμένες σοβαρότατες νόσους, όπως η σχιζοφρένεια για παράδειγμα, δεν θα έπρεπε να θεωρείται πανάκεια, διότι ΔΕΝ είναι.
Πανάκεια, από την άλλη πλευρά, δεν θα έπρεπε να θεωρείται ούτε η θεραπεία διά του λόγου, γνωστή και ως «ψυχοθεραπεία». Η συζήτηση με κάποιον ειδικό σε σχέση με γεγονότα ή καταστάσεις που επηρεάζουν τον ψυχισμό του ανθρώπου και του δημιουργούν προβλήματα έχει κριθεί και αξιολογηθεί ως εξαιρετικά ευεργετική ως προς την αντιμετώπιση των επικείμενων διαταραχών. Παραταύτα, ορισμένες, μόνο, φορές είναι ικανή να «βγάλει το φίδι από την τρύπα» από μόνη της.
Αναλυτικότερα, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί το γεγονός πως η ψυχοθεραπεία φέρει αποτελέσματα που διαρκούν στο χρόνο. Ο ειδικός που αναλαμβάνει τη θεραπεία διδάσκει στον ψυχοθεραπευόμενο δεξιότητες αντιμετώπισης των προβλημάτων του, επιδεικνύοντας του τον τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος μπορεί να αναγνωρίζει τις αρνητικές σκέψεις και τα επώδυνα συναισθήματα. Ταυτόχρονα τον εξοπλίζει με τα απαραίτητα, εκείνα, εργαλεία που θα του δώσουν τη δυνατότητα να στραφεί ενάντια σε όλα εκείνα τα εσωτερικά τραύματα που, ενδεχομένως πληγώνουν τον εσωτερικό του «κόσμο», επιτυγχάνοντας εν τέλει, να επουλώσει τις πλήγες και να βιώσει την ίαση που ο ίδιος, από μόνος του, προσέφερε στον εαυτό του.
Φαίνεται, σε γενικές γραμμές, πως η μέθοδος της ψυχοθεραπείας αποδίδει ελαφρώς καλύτερα σε σχέση με τα φάρμακα σε πιο ήπιου χαρακτήρα ψυχικές διαταραχές (άγχος, κατάθλιψη). Αντιθέτως, η φαρμακοθεραπεία και κατά επέκταση οι χημικές μεταβολές στις οποίες στηρίζεται, θα έλεγε κανείς, πως λειτουργεί καλύτερα συμπληρωματικά παρά ως βασική μέθοδος αντιμετώπισης στις προαναφερθείσες ψυχικές διαταραχές. Όταν, βέβαια, ο ασθενής πάσχει από μία πιο σοβαρή νόσο, όπου για τον ίδιο η διαδικασία της ψυχοθεραπείας καθίσταται απρόσιτη (είτε επειδή δεν χαρακτηρίζεται από το νοητικό επίπεδο που απαιτεί η διαδικασία, είτε διότι η ασθένεια δεν του επιτρέπει να μετακινείται ή να επικοινωνεί ) η αποτελεσματικότερη θεραπεία έγκειται κυρίως στη λήψη φαρμάκων.
Στην πλειονότητα, όμως, των περιπτώσεων θα λέγαμε, πως η «χρυσή τομή» των δύο μεθόδων είναι που ανταποκρίνεται σε μεγαλύτερο βαθμό στις απαιτήσεις που δημιουργεί μία ψυχική διαταραχή. Δεν θα ήταν λάθος, αν και απλοϊκώς διατυπωμένο, να αναφερθεί πως η μεν ψυχοθεραπεία αντιμετωπίζει τις αιτίες του προβλήματος, ενώ τα δε φάρμακα έχουν ως στόχο την άμβλυνση των συμπτωμάτων. Μπορούμε, κατά αυτόν τον τρόπο, να παρομοιάσουμε την ψυχοθεραπεία με τη λαβίδα που αφαιρεί τη σφαίρα από το τραύμα και τα φάρμακα με τα ράμματα που «κλείνουν» την πληγή. Αν δεν είχα τη λαβίδα, αλλά μόνο τα ράμματα θα έραβα τον ασθενή αφήνοντας τη σφαίρα μέσα, όπως, επίσης, αν δεν είχα τα ράμματα αλλά μόνο τη λαβίδα, θα αφαιρούσα τη σφαίρα αλλά το τραύμα θα έμενε «ανοιχτό». Κανένα από τα δύο σενάρια δεν μας αφήνουν ικανοποιημένους, αν και στο δεύτερο το «τραύμα» ίσως επουλωθεί, αφήνοντας ΟΜΩΣ έντονο «σημάδι» και πολύ «αίμα» να χυθεί.
Θεραπεία δια του λόγου, ως γνωστόν, είναι ικανοί να ασκήσουν τόσο οι ψυχίατροι, όσο και οι ψυχολόγοι, καθώς και οι αυτοπροσδιοριζόμενοι ως ψυχοθεραπευτές, οι οποίοι έχουν λάβει τον τίτλο ύστερα από μία σειρά ειδικών σεμιναρίων. Η επιτυχία μίας ψυχοθεραπείας έγκειται, σε πρώτο και μεγαλύτερο βαθμό, στη λεγόμενη «ψυχοθεραπευτική σχέση». Η σχέση, που αναπτύσσεται μεταξύ του θεραπευτή και του θεραπευόμενου, θα διαδραματίσει καταλυτικό ρόλο κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων και είναι αυτή, κυρίως, που θα κρίνει την έκβαση της θεραπείας. Σαφέστατα, παράγοντες που επηρεάζουν το ποιόν μίας ψυχοθεραπείας είναι, επίσης, η εμπειρία, το ταλέντο και το μορφωτικό επίπεδο του ειδικού. Η ικανότητά του να ελίσσεται κατά τη διάρκεια της συζήτησης, να αντιλαμβάνεται μη φανερά «μηνύματα» που ίσως εκπέμπει ο ασθενής και να εκμαιεύει από τον δεύτερο σκέψεις και συναισθήματα που δεν είχαν προηγουμένως εκδηλωθεί, είναι ορισμένα μόνο από τα στοιχεία που καθιστούν έναν ειδικό άξιο θεραπευτή.
Ως προς τη φαρμακοθεραπεία, τώρα, αν και πολλές από τις διατάξεις του ισχύοντος νομικού πλαισίου είναι θολές, εκείνοι που, κατά κανόνα – άνευ αμφισβητήσεως, δύνανται να συνταγογραφήσουν φαρμακευτική αγωγή, είναι οι ψυχίατροι. Παρ’ όλα αυτά, δεν εκλείπουν περιπτώσεις, όπου ψυχολόγοι και ψυχοθεραπευτές προβαίνουν στην επιλογή της φαρμακοθεραπευτικής οδού. Γενικότερα, γίνεται αντιληπτό πως υπάρχει μία κάποια σύγχυση ως προς το ρόλο του καθενός και τις δικαιοδοσίες του απέναντι στον ασθενή. Η σύγχυση, αυτή, καταλύεται με το διαχωρισμό των ρόλων και την αμοιβαία διάθεση για συνεργασία. Επομένως, είναι αρκετά σύνηθες, ένας ασθενής που πάσχει από μία ψυχική διαταραχή να επισκέπτεται τόσο ψυχίατρο όσο και ψυχολόγο. Υπογραμμίζοντας όλα όσα αναφέρθηκαν σε σχέση με την ψυχοθεραπευτική αλληλεπίδραση θεράποντος – θεραπευόμενου, δεν μας προκαλεί εντύπωση το σύνηθες γεγονός της παραπομπής του ενός ειδικού από τον άλλον. Με άλλα λόγια, είναι απολύτως υγιές, ένα ψυχίατρος να παραπέμπει έναν ασθενή του σε ψυχολόγο, όταν ο ίδιος κρίνει πως η περίπτωση του ασθενούς χρήζει αντιμετώπισης, τέτοιας, που δεν δύναται να προσφέρει. Αναλόγως, δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, εκείνες, κατά τις οποίες, ο ψυχολόγος είναι αυτός που προτρέπει τον ασθενή του να συμβουλευτεί ΚΑΙ ψυχίατρο (συνήθως όταν κρίνεται επιτακτική η χορήγηση φαρμακευτικής αγωγής). Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι σημαντικό να υπάρχει άμεση και διαρκής επικοινωνία μεταξύ των δύο ειδικών σχετικά με την από κοινού αντιμετώπιση του ασθενούς τους.
Επιστρέφοντας στο μείζον ζήτημα, που δεν είναι παρά ο συνδυασμός ψυχοθεραπείας και φαρμακοθεραπείας, είναι απαραίτητο να τονισθεί πως όσο ιδανική και αν ακούγεται η ιδέα της σύμπραξης των δύο ειδών θεραπείας, δεν παύουν να ελλοχεύουν ορισμένοι κίνδυνοι. Ο πιο χαρακτηριστικός εξ αυτών, δεν αφορά παρά την αδυναμία απόδοσης ευθυνών σε περίπτωση αποτυχίας της θεραπείας. Με άλλα λόγια, αν ο ασθενής δεν καταφέρει, με τη βοήθεια των ειδικών, να θεραπευθεί, θα υπάρξει κώλυμα ως προς το ποια από τις δύο θεραπείες και κατ΄ επέκταση ποιος από τους δύο ειδικούς ευθύνεται και σε ποιο βαθμό. Τι έφταιξε;, τι πήγε στραβά;, ήταν έτοιμος ο ασθενής για ψυχοθεραπεία;, ήταν έτοιμος για φαρμακευτική αγωγή;… Ερωτήματα που θα κληθούν οι ειδικοί να απαντήσουν, αλλά δυστυχώς δεν θα μπορέσουν.
Εκείνο, όμως, στο οποίο μπορούν σίγουρα να δώσουν απάντηση είναι το εξής: «Χρήζουν όλες οι ψυχικές διαταραχές της ίδιας αντιμετώπισης;», «Υπάρχει πρωτόκολλο ως προς το ποια μέθοδος πρέπει να ακολουθηθεί κάθε φορά;»
Η απάντηση και στα δύο ανωτέρω ερωτήματα είναι η ίδια… ΟΧΙ!
Κάθε περιστατικό στην Ιατρική είναι διαφορετικό, είναι κάτι καινούριο, που αντιμετωπίζεται με τρόπο μοναδικό. Αυτόν τον τρόπο καλούνται να ανακαλύψουν οι ειδικοί. Ναι, ίσως, η άμεση, οικονομική και με γρήγορα αποτελέσματα οδός (φάρμακα) αποτελεί δέλεαρ για τον ασθενή… Ναι, ίσως, η ψυχοθεραπεία κρίνεται ως πανάκεια από πολλούς ειδικούς… Δεν πρέπει να αγνοούμε όμως πως όλες οι καταστάσεις στη ζωή έχουν δύο μέτρα και δύο σταθμά. Η ισορροπία είναι το παν και για αυτόν, ακριβώς, το λόγο κατά την σημαντική πλειονότητα των περιπτώσεων, η σύμπλευση των δύο ιατρικών μεθόδων (ψυχοθεραπεία, φαρμακοθεραπεία) αποδίδει καλύτερα από όσο θα απέδιδε κάθε μέθοδος ξεχωριστά.
Παρατηρώντας τα πράγματα, από μία δική μου, πιο προσωπική σκοπιά, αντιλαμβάνομαι όντως πόσο μεγάλη είναι η αξία της ψυχοθεραπείας. Γνωρίζω πολύ καλά τι σημαίνει «μπαίνω στον πειρασμό» και «παίρνω χάπια». Για αυτόν ακριβώς το λόγο δεν έπεσα ποτέ στην παγίδα της αλόγιστης χρήσης, όπως συνηθίζεται σε μεγάλο βαθμό στις μέρες μας. Η αλήθεια είναι πως αδυνατώ να εντοπίσω τυχούσες αρνητικές επιδράσεις που θα μπορούσε να έχει η ψυχοθεραπεία στον ασθενή. Μπορεί, όντως, να αποτελεί ακριβό και χρονοβόρο «σπορ», αλλά κρίνω με τα όσα γνωρίζω πως είναι κάτι που, μακροπρόθεσμα, δεν πρόκειται να μετανιώσεις ως ασθενής. Αυτό, όμως, που θεωρώ απολύτως καίριο και πως πρέπει να κρατήσουμε από όλα όσα προαναφέρθηκαν είναι η μοναδικότητα των περιστατικών. Σίγουρα, υπάρχουν κάποιοι κανόνες, σίγουρα, υπάρχει η πεπατημένη… Είναι, όμως, όλοι οι άνθρωποι ίδιοι; Γνωρίζουμε πολύ καλά πως καθένας από εμάς αντιμετωπίζει με διαφορετικό τρόπο τα πράγματα και αντιδρά με το δικό του – μοναδικό τρόπο στα διάφορα ερεθίσματα. Καλούμαστε, λοιπόν, κι εμείς να ανταποκρινόμαστε στις απαιτήσεις που εκδηλώνει κάθε ασθενής με τρόπο τέτοιο που θα ικανοποιεί τις μοναδικές του, αυτές, ανάγκες και θα τον οδηγεί στην ίαση και έτσι στο μέγιστο όλων των αγαθών, την υγεία.