Στα τέλη της δεκαετίας του ’50 όταν ο Αντώνης Κουνάδης έριχνε δίσκο στο Παναθηναϊκό Στάδιο, άδειαζαν οι κερκίδες για να μην προκαλέσει ατύχημα. Ήταν τόσο δυνατός και καλός δισκοβόλος, που υπήρχε ο κίνδυνος να τραυματίσει τους θεατές, σε περίπτωση που ο δίσκος έφευγε έστω και λίγο πλάγια. Μάλιστα, ο αστικός μύθος λέει ότι από τέτοια ατυχήματα είχαν πάει στο νοσοκομείο τουλάχιστον τέσσερα άτομα.
Στα χρόνια που πέρασαν, κατέγραψε χιλιάδες επιτυχημένες βολές στους ακαδημαϊκούς στίβους και πλέον, την Τρίτη, 16 Ιανουαρίου έλαβε την υπέρτατη τιμητική διάκριση του Προέδρου της Ακαδημίας Αθηνών, επιβεβαιώνοντας το ρητό «νους υγιής εν σώματι υγιή».
Μέχρι και σήμερα, άσβεστο παραμένει το πάθος του για τον αθλητισμό. Βαλκανιονίκης και μεσογειονίκης, κατείχε για 11 χρόνια το πανελλήνιο ρεκόρ στη δισκοβολία, ενώ τη διετία 1973-1974 διετέλεσε και πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ.
Η αλήθεια είναι ότι το αθλητικό παρελθόν του κορυφαίου ακαδημαϊκού της χώρας είναι ακόμη εμφανές. Παρά τα 80 του χρόνια, η κορμοστασιά του είναι επιβλητική, ενώ η χειραψία του ιδιαίτερα σφιχτή.
Δεν είναι όμως το μοναδικό χαρακτηριστικό του που εντυπωσιάζει. Το γραφείο του, στο Iδρυμα Ιατροβιολογικών Ερευνών της Ακαδημίας Αθηνών (ΙΙΒΕΑΑ) είναι εξίσου αξιοθαύμαστο. Όχι λόγω του μεγέθους ή της αρχιτεκτονικής του, αλλά για τις περγαμηνές και τις διακρίσεις που κοσμούν τους τοίχους του. Άλλοι ακαδημαϊκοί χρειάζονται δεκαετίες και δεν φτάνουν ούτε καν στα μισά των παπύρων που βρίσκονται κρεμασμένοι στο γραφείο του. Και όμως, για τον κ. Κουνάδη, δεν είναι παρά ένα ψήγμα των όσων αναφέρει στο εξαιρετικά πλούσιο βιογραφικό του.
Εξίσου εντυπωσιακή όμως είναι και η θέα από το γραφείο. Γιατί από το παράθυρό του αντικρίζει κανείς το πιο σύγχρονο ερευνητικό κέντρο στην Ελλάδα, το οποίο ξεκίνησε τις ερευνητικές του δραστηριότητες το 2004, σήμερα φιλοξενεί περισσότερους από 450 ερευνητές και προάγει τη γνώση και την επιστήμη, στηριζόμενο ως επί το πλείστον σε διεθνή χρηματοδότηση. Το ΙΙΒΕΑΑ στεγάζει 50 ερευνητικές ομάδες που εστιάζουν τις δραστηριότητές τους στην κατανόηση των βασικών μηχανισμών και της παθοφυσιολογίας του ανοσολογικού συστήματος, του καρδιαγγειακού και νευρικού συστήματος καθώς επίσης των βλαστοκυττάρων, της ανάπτυξης, της γήρανσης και του καρκίνου και πέρα από εντυπωσιακό, είναι και το μεγαλύτερο στα Βαλκάνια στους συγκεκριμένους ερευνητικούς τομείς.
Αν και ο κ. Κουνάδης ξεκίνησε από το Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο, ως Πολιτικός Μηχανικός και διδάκτωρ του ΕΜΠ, το επιστημονικό του αντικείμενο είναι εξαιρετικά ευρύ. Από τη θέση του Αντιπροέδρου του ΙΙΒΕΑΑ ασχολείται με θέματα ιατρικής και έρευνας, ενώ ιδιαίτερα μεγάλο είναι το ενδιαφέρον του για την ελληνική γλώσσα και τον πλούτο της.
Όσο για την Ακαδημία Αθηνών, ο σήμερα αντιπρόεδρος και σε λίγες ημέρες πρόεδρός της, μπήκε στους κόλπους της πριν από 18 χρόνια. Σε τότε συνέντευξή του στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, θεωρούσε μεγαλύτερη τιμή εκείνη του ακαδημαϊκού σε σχέση με του καθηγητή, αν και, όπως εξηγεί «η πρώτη, ως προϋπόθεση για τη δεύτερη, υπήρξε καθοριστική στην όλη σταδιοδρομία μου».
Η θέση του επικεφαλής της Ακαδημίας Αθηνών πάντως δεν του είναι ξένη, καθώς ήδη από το Μάιο του 2017 ασκεί τα συγκεκριμένα καθήκοντα, αντικαθιστώντας τον κ. Λουκά Παπαδήμο, ο οποίος τραυματίστηκε σε τρομοκρατική επίθεση. Έτσι, μετά την τελετή της 16ης Ιανουαρίου, η διαδοχή στο ανώτατο ακαδημαϊκό ίδρυμα της χώρας αναμένεται εξαιρετικά ομαλή. Ο κ. Κουνάδης πάντως ήδη με την πρώτη του ομιλία, δίνει ξεκάθαρο στίγμα των προθέσεών του: «Λικνιζόμενοι λόγω σεισμού πολυσπονδυλωτοί κίονες φέροντες βαρέα σώματα. Ένα ευρηματικό ευσταθές δομικό σύστημα αρχαίας τεχνολογίας» είναι ο τίτλος της, μαρτυρώντας την αγάπη του τόσο για την πολεοδομία όσο και για το αρχαίο κάλλος.
Ο ίδιος πάντως δηλώνει πίστη στην Ορθοδοξία, τον Ελληνισμό, το Σύνταγμα, την αξιοκρατία, την ακαδημαϊκή τάξη, ενώ αποφεύγει τις ανώφελες απασχολήσεις και τη σπατάλη χρόνου.
Ίσως το τελευταίο να είναι και ο λόγος που δεν απαρνιέται το σπίτι του στη Νέα Σμύρνη, μολονότι θα μπορούσε να μένει σε πολύ μεγαλύτερα και εντυπωσιακά ακίνητα στα Βόρεια Προάστια. Εκεί, στο λίγο ελεύθερο χρόνο του απολαμβάνει την αγαπημένη του κλασσική μουσική αλλά και το διάβασμα, το οποίο και τον συντροφεύει, από τα μαθητικά του χρόνια, μέχρι και σήμερα, στην ανώτατη θέση των Ελλήνων ανθρώπων του πνεύματος.