Πριν καν την αλλαγή της κυβέρνησης άνοιξε ο διάλογος για την διατήρηση ή την κατάργηση των πρότυπων πειραματικών σχολείων.
Πρόκειται για γυμνάσια και λύκεια αριστείας, όπου η εισαγωγή των μαθητών στην πρώτη Γυμνασίου και στην Πρώτη Λυκείου γίνεται με εξετάσεις και όχι με κλήρωση. Μετά από τρία χρόνια επιτυχούς λειτουργίας τους τα πρότυπα σχολεία αμφισβητούνται με επιχειρήματα ότι ενισχύουν τον ελιτισμό και ότι η ανταγωνιστική τους λειτουργία επιβαρύνει τον ψυχισμό των μαθητών. Στο πλαίσιο του διαλόγου που έχει ανοίξει φιλοξενούμε σήμερα το άρθρο του κ. Νίκου Λινάρδου διευθυντή του Γυμνασίου της Ευαγγελικής Σχολής.
«Τα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία συμπληρώνουν στο τέλος της τρέχουσας σχολικής χρονιάς τρία έτη ζωής. Η ίδρυσή τους (Ν. 3966/2011) έτυχε θερμής υποδοχής από μερίδα του Τύπου, ο οποίος διαφήμισε με διθυραμβικούς τόνους την «αναβίωση των σχολείων αριστείας». Η αθρόα προσέλευση υποψηφίων στις εισαγωγικές εξετάσεις και η αυξητική πορεία των αιτήσεων εγγραφής προβλήθηκαν επίσης ως αδιάψευστο τεκμήριο των προσδοκιών και του ενδιαφέροντος της ελληνικής κοινωνίας. Από την άλλη πλευρά, δεν είναι λίγοι αυτοί που υπογράμμισαν την παιδαγωγική αντίφαση που συνιστά η προσπάθεια συγκερασμού του «πρότυπου» με τον «πειραματικό» χαρακτήρα των σχολείων, ενώ αντιρρήσεις διατυπώθηκαν και για τον τρόπο εισαγωγής στα Πρότυπα Πειραματικά Γυμνάσια και Λύκεια από όσους θεώρησαν ότι η εξεταστική δοκιμασία ενθαρρύνει τον ελιτισμό.
Η συζήτηση για τα Πρότυπα Πειραματικά Σχολεία αναζωπυρώθηκε πρόσφατα και εκκινεί από το εξής βασικό ερώτημα: Η χώρα μας και η εκπαίδευσή μας χρειάζονται πρότυπα σχολεία; Όσοι βιώνουν τη σχολική καθημερινότητα στα Π.Π.Σ. και έχουν άμεση γνώση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου, θα απαντήσουν ασφαλώς θετικά. Τα Π.Π.Σ. απευθύνονται σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας. Η σύνθεση του μαθητικού δυναμικού τους δεν επιβεβαιώνει τις περί «ελιτισμού» αιτιάσεις, αλλά αντιθέτως παρέχει επαρκείς ενδείξεις κοινωνικής κινητικότητας. Οι υποψήφιοι προσέρχονται στις εξετάσεις εισαγωγής στα Πρότυπα Πειραματικά Γυμνάσια και Λύκεια, για να διεκδικήσουν την ένταξή τους σε ένα εκπαιδευτικό περιβάλλον ευγενούς άμιλλας, με όπλα τις δεξιότητες, την ευφυία και την επιμέλειά τους, και όχι το εισόδημα των οικογενειών τους. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον οικοδομείται με την πάροδο του χρόνου μία παράδοση εκπαιδευτικής αριστείας, η οποία δεν ωφελεί μόνο τους ίδιους τους διδασκομένους, αλλά συντελεί γενικότερα στην αναβάθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος.
Βέβαια, η ίδρυση και λειτουργία των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων δεν απαλλάσσει την πολιτεία από την αυτονόητη υποχρέωση να παράσχει ποιοτική δημόσια εκπαίδευση σε όλα τα παιδιά της πατρίδας μας. Η δε κατάφαση στην εκπαιδευτική αριστεία δεν μπορεί να είναι μόνο θεωρητική, αλλά πρέπει να συνοδεύεται από την επίλυση συγκεκριμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν σήμερα τα Π.Π.Σ., όπως είναι η υποχρηματοδότηση και η υποστελέχωση, το άχθος της γραφειοκρατίας, το νεφελώδες εργασιακό καθεστώς των εκπαιδευτικών.
Η νέα πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας θα κληθεί σύντομα να λάβει σημαντικές αποφάσεις για το μέλλον των Πρότυπων Πειραματικών Σχολείων. Οφείλει να προσεγγίσει το θέμα με τη δέουσα προσοχή και νηφαλιότητα. Η εκπαίδευση στην Ελλάδα ταλανίστηκε στο παρελθόν και συνεχίζει να ταλαιπωρείται από αποφάσεις που στερούνταν τεκμηρίωσης. Αποφάσεις που μαρτυρούσαν το άγχος των εκάστοτε ιθυνόντων να παρουσιάσουν «μεταρρυθμιστικό» έργο. Το μέλλον των Π.Π.Σ. δεν πρέπει να καθοριστεί ούτε από υπεργενικευτικούς αφορισμούς ούτε από ιδεοληψίες ποικίλων αποχρώσεων, αλλά από την προσεκτική και συνεκτική αποτίμηση του εκπαιδευτικού τους έργου, που θα λαμβάνει υπόψιν τις απόψεις των ίδιων των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία: διευθυντών, εκπαιδευτικών, μαθητών και γονέων.
Νίκος Λινάρδος
Διευθυντής Γυμνασίου Ευαγγελικής Σχολής»