Στους δύσκολους καιρούς που διανύουμε τίθεται συχνά το ερώτημα «πού είναι οι διανοούμενοι» – και, πράγματι, οι περισσότεροι μοιάζουν είτε ενταγμένοι είτε παραιτημένοι είτε απλώς αμήχανοι μπροστά στις εξελίξεις. Ο Χρήστος Γιανναράς ξεχωρίζει καθώς παρεμβαίνει συχνά πυκνά στον δημόσιο λόγο με τη δική του, ιδιαίτερη οπτική και γραφή, συναντώντας άλλοτε θερμή υποδοχή κι άλλοτε πάλι οργισμένη απόρριψη από τους πιο προοδευτικούς μέχρι τους πλέον συντηρητικούς κύκλους. Ε, για να έχει καταφέρει κάτι τέτοιο, αυτά που λέει έχουν σίγουρα ενδιαφέρον.
Υπάρχει η αίσθηση ότι μέσα στην κρίση η φιλοσοφία έχει ζήτηση. Οι μεγάλοι φιλόσοφοι ξαναδιαβάζονται, ξαναμεταφράζονται, συζητιούνται, παίζονται στο θέατρο, μνημονεύονται στον δημόσιο λόγο… Διαθέτει, πράγματι, πειστικές απαντήσεις η μελέτη της φιλοσοφίας και πόσο εφαρμόσιμες μπορούν να είναι σε πρακτικό επίπεδο; Μάλλον έχετε καλύτερη πληροφόρηση από μένα, εγώ δεν έχω αντιληφθεί κάτι τέτοιο! Στο δεύτερο σκέλος, τώρα, θα έλεγα ότι «πειστικές απαντήσεις» και μάλιστα «εφαρμόσιμες σε πρακτικό επίπεδο» έχουν μόνο οι ιδεολογίες, αναπότρεπτα διαπλεκόμενες με την ιδεοληψία ή με το καμουφλάζ του συμφέροντος. Συνταγές δεν θα βρει κανείς στη φιλοσοφία, παρά μόνο σε ιδεολογήματα, σε δόγματα που βαφτίζονται για εντυπωσιασμό «φιλοσοφίες». Οι συνεπείς φιλοσοφικές προτάσεις προκύπτουν από την απροκατάληπτη πάλη να φωτιστεί το «νόημα» (αιτία και σκοπός) της ανθρώπινης πράξης, των ενεργημάτων του ανθρώπου, της ίδιας της ύπαρξής του. Η φιλοσοφία αναζητάει το «αληθεύειν», όχι τη χρησιμότητα. Ζητάει εκείνη την πραγμάτωση του βίου που χαρίζει στον άνθρωπο «ευδαιμονία», όχι σιγοντάρισμα της καταναλωτικής βουλιμίας.
Οι δημόσιες παρεμβάσεις σας βρίσκουν υποστηρικτές αλλά κι επικριτές στο σύνολο, σχεδόν, του πολιτικού φάσματος. Πώς τα καταφέρνετε; Μία και μόνη φορά στη ζωή μου ευτύχησα να συναντήσω τον Ηλία Ηλιού, τον σοφό Νέστορα της Αριστεράς. «Σε ξέρω» μου είπε καθώς με χαιρετούσε. «Και σε εκτιμώ, γιατί σε χτυπάνε και από τις δύο μεριές. Εγώ, μια ζωή, διάβαζα κάθε μέρα τον “Ριζοσπάστη” και τον “Ελεύθερο Κόσμο”. Όταν με χτυπούσαν και οι δύο, έλεγα: “Ηλία, καλά πας”». Κρατάω αυτόν το λόγο του Ηλιού σαν αντιστάθμισμα στη χλεύη και στο μένος των επιθέσεων που γνώρισα στη ζωή μου – ο λόγος του είναι το μοναδικό «παράσημο» που έχω πάρει.
Έχετε πει ότι το πρόβλημα της χώρας δεν είναι καταρχάς οικονομικό αλλά πολιτικό. Χρεοκόπησε, πιστεύετε, η δημοκρατία στον τόπο όπου γεννήθηκε και αν ναι, τι ελπίδες έχει να «ρεφάρει»; Κοιτάξτε, πιστεύω ότι η δημοκρατία είναι άθλημα, όχι συνταγή. Και στο άθλημα της δημοκρατίας το νεωτερικό ελλαδικό κράτος δεν είχε ποτέ σπουδαίες επιδόσεις – ίσως επειδή τη νεωτερική εκδοχή της δημοκρατίας (η δημοκρατία ως ατομοκεντρική πειθάρχηση σε συμβάσεις) την αντιγράψαμε, δεν την γέννησαν οι ανάγκες μας, εμείς είχαμε ιστορικούς εθισμούς στην άμεση δημοκρατία της κοινοτικής αυτοδιαχείρισης. Η αδυναμία μας να πιθηκίσουμε αποτελεσματικά την εξ Εσπερίας «δημοκρατία» κατέληξε να παραγάγει, κυρίως τα πολύ τελευταία χρόνια, μια εφιαλτική «μπανανία», όπου οι διαχειριστές της εξουσίας, «χωρίς αιδώ ή λύπην», συναγωνίζονταν ποιος θα υπερβάλει σε λωποδυσία, καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος, αμοραλισμό κτηνώδους πρωτογονισμού. Στο επίπεδο που φτάσαμε, δεν υπάρχει, με τα κριτήρια της λογικής, ελπίδα ανάκαμψης. Μόνο αν οι συγκυρίες οδηγήσουν σε κοινωνική έκρηξη άλλου τύπου από αυτές που αχρήστεψε και γελοιοποίησε η κομματική καπηλεία της Αριστεράς.
Χαρακτηρίζετε τα μνημόνια «δουλοκτητική απανθρωπιά». Ταυτόχρονα, όμως, καταγγέλλετε ως συνυπεύθυνο για την κρίση το πελατειακό, μεταπρατικό, ατομικιστικό νεοελληνικό κρατικό μοντέλο. Μήπως, εν τέλει, τα μνημόνια ήταν «αναγκαίο κακό», όπως υποστηρίζουν ορισμένοι, και πόσο ευκαιρία μπορεί να αποδειχθεί η καταστροφή, όπως σημειώνετε; Τα «μνημόνια» ή, σωστότερα, η απόρριψη των «μνημονίων» ήταν μια πολύτιμη ευκαιρία να συνεγερθεί η ελλαδική κοινωνία σε καθολικό ξεσηκωμό για πραγματική και συνεπή «επανίδρυση του κράτους»: δηλαδή για καινούργιο Σύνταγμα, καινούργιους όρους λειτουργίας των κομμάτων και του συνδικαλισμού, συνταγματική κατασφάλιση της εξάλειψης του πελατειακού κράτους, θεσμοθέτηση της αξιοκρατίας, των κριτηρίων της αριστείας. Με απανωτά δημοψηφίσματα να λυτρωθεί η παιδεία από τον βιασμό και την αλλοτρίωση που της επιβάλλουν η κομματική μικρόνοια και το χρυσαμειβόμενο πρακτοριλίκι. Να υπάρξει, επιτέλους, κοινωνικός έλεγχος των εμπόρων της ραδιοτηλεοπτικής πληροφόρησης και ψυχαγωγίας. Να τεθούν οι όροι για να ξαναβρεί ο Έλληνας αυτοσεβασμό και αξιοπρέπεια, την αρχοντιά του, τη δημιουργική του τόλμη. Ελπίδα θα υπάρξει, αν όλα τα κόμματα πέσουν σε ποσοστό κάτω του 10% στις ευρωεκλογές του Μάη, με θρίαμβο της λευκής ψήφου συγκλονιστικό. Δεν έχουμε να χάσουμε τίποτα περισσότερο απ’ όσα μας έχουν στερήσει ως τώρα η μικρόνοια και φαυλότητα της κομματοκρατίας.
Αν μη τι άλλο, πάντως, η καταστροφή αποδείχθηκε «χρυσή» ευκαιρία για να ανθίσει ένα κόμμα ναζιστικό, τις πρακτικές του οποίου ανέχτηκε για καιρό, όταν δεν τις σιγόνταρε κιόλας, η ίδια η Πολιτεία. Πώς μας συνέβη, λέτε, αυτό; Μην υπερβάλλουμε, δεν «άνθισε» ο υπόκοσμος του τραμπουκισμού και του κρετινισμού επειδή τετρακόσιες πενήντα χιλιάδες ψηφοφόροι νόμισαν ότι «φτύνουν» το σύστημα, ότι δηλώνουν την οργή και την αηδία τους για τους λωποδύτες και ανίκανους με το να ψηφίσουν και να μπάσουν στη Βουλή το κοινωνικό περιθώριο. Είναι λυπηρό το σύμπτωμα της Χρυσής Αυγής, αλλά όταν το υπερεκτιμούμε, το ενισχύουμε. Όσο κι αν το χρησιμοποίησαν οργισμένοι πολίτες για να εκφράσουν, όπως είπα, οργή και αηδία, δεν παύει να είναι, στην κοινή συνείδηση, μια συγκυριακή συσπείρωση αρρωστημένων ψυχικά ανθρώπων, ατόμων μειωμένης νοητικής καλλιέργειας και σαφέστατα συμπλεγματικής βαναυσότητας. Πιστεύω ότι η Χ.Α. θα είχε παραμείνει στα στατιστικώς φυσιολογικά ποσοστά της ψυχοπαθολογικής σέκτας αν το ίδιο το κομματικό μας σύστημα δεν είχε υιοθετήσει και νομιμοποιήσει τη βία, τη βαναυσότητα και την παρανοϊκή αυθαιρεσία ως μορφές «αγώνα», «πάλης» για τα συμφέροντα των κομματικών και των συνδικαλιστικών συντεχνιών. Τον δρόμο τον άνοιξαν για τη Χ.Α. οι «απεργίες κοινωνικού κόστους», οι «καταλήψεις», οι «πορείες» που μετατρέπουν κάθε τόσο τις μεγάλες πόλεις σε πεδίο μάχης, καταστροφής και πυρπόλησης κοινωνικών και ιδιωτικών επιτευγμάτων.
Δεν φοβάστε ότι έτσι διολισθαίνουμε στην ισοπεδωτική κι αποπροσανατολιστική, εν τέλει, «θεωρία των δύο άκρων»; Σίγουρα υπάρχει αυτός ο κίνδυνος. Η δημοκρατία, ξέρετε, είναι και άθλημα ισορρόπησης μεταξύ ακροτήτων – «στην κόψη του ξυραφιού». Αλλά, σίγουρα, επίσης καταντά η δημοκρατία φενάκη, όταν μονομερώς επικαλούμαστε τις πιο εγκληματικές και υπάνθρωπες συμπεριφορές για να αμνηστεύσουμε την επιμελέστερα καμουφλαρισμένη με ιδεολογικά φτιασίδια βία, απανθρωπία, αυθαιρεσία. Όταν δεν τολμά κανείς να χαρακτηρίσει βασανισμό της φτωχολογιάς, απανθρωπία και φασιστική βιαιότητα τις «απεργίες κοινωνικού κόστους» ή το χτίσιμο καθηγητών μέσα στα γραφεία τους ή τη φρίκη των πυρπολήσεων, των βανδαλισμών και της καύχησης για την κατάλυση των νόμων, δίνει όπλα στον κτηνώδη υπόκοσμο του χρυσαυγίτικου εθνικισμού. Κατά τη δική μου γνώμη, το εφεύρημα της «θεωρίας των δύο άκρων» είναι δείκτης έσχατης άμβλυνσης (αν όχι εξάλειψης) του κοινωνικού αισθητηρίου για το τι σημαίνει «δημοκρατία». Πόσο αξιόπιστη εναλλακτική βρίσκετε την Αριστερά που έχει σοβαρές ελπίδες να είναι η επόμενη κυβέρνηση; Με δεδομένη τη γενικότερη κρίση του συστήματος διεθνώς θα μπορούσε, λέτε, το αριστερό πρόταγμα να εμπνεύσει ξανά; Το απελπιστικότερο σύμπτωμα παρακμής στη σημερινή κοινωνική μας πραγματικότητα είναι η απουσία αριστερού πολιτικού λόγου και αριστερής εναλλακτικής πρότασης. Αριστερά θα πει: πολιτική κοινωνιοκεντρικών προτεραιοτήτων, στους αντίποδες του ατομοκεντρικού πρωτογονισμού, που υποτάσσει κάθε «νόημα» (αιτία και σκοπό) της ύπαρξης και κάθε χαρά της ζωής στη μεγιστοποίηση της καταναλωτικής ευχέρειας. Τα δήθεν αριστερά κόμματα στην Ελλάδα δεν μπορούν να δουν πιο μακριά από την «ορθολογικότερη» (δηλαδή ανέφικτη) μοιρασιά του χρήματος – δεν υποψιάζονται την κοινωνία των σχέσεων ως αυταξία. Γι’ αυτό και είναι όλα στρατευμένα στην εξυπηρέτηση συνδικαλισμένων συμφερόντων, δέσμια στις αξιώσεις των εισοδηματικών «ρετιρέ», παγερώς αδιάφορα για τη φτωχολογιά και το «κοινωνικό κράτος». Πώς να συγκροτήσει αξιόπιστη εναλλακτική λύση και κυβέρνηση ο αχταρμάς από τις «συνιστώσες» που πέρασε ξαφνικά από το 5% στο 27% της προτίμησης του εκλογικού σώματος, απλώς και μόνο επειδή οι ψηφοφόροι θέλησαν να δηλώσουν οργή και αηδία για ένα πολιτικό σύστημα εντελώς ανυπόληπτο, κραυγαλέα ανίκανο, αμετανόητα φαύλο, ανήθικο και σάπιο ως το μεδούλι του; Έριξαν την ψήφο τους οι αηδιασμένοι πολίτες σε ό,τι πιο ευτελές και βάναυσο παρήγαγε ποτέ η «Δεξιά» και σε ό,τι πιο χαώδες και ασχημάτιστο διεκδίκησε ποτέ την επωνυμία της «Αριστεράς».
Ακούμε συχνά ότι η ελεύθερη αγορά είναι προϋπόθεση της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και αντιστρόφως. Η δική σας γνώμη; Η «κοινοβουλευτική δημοκρατία» είναι το αναποδογύρισμα των όρων της δημοκρατίας: Η διαχείριση της εξουσίας παύει να είναι το «κοινόν άθλημα» του δήμου, άθλημα να «αληθεύει» ο βίος. Προκύπτει η διαχείριση από κοινή σύμβαση, το χρησιμοθηρικό «κοινωνικό συμβόλαιο» που διευκολύνει τον «εταιρισμόν επί κοινώ συμφέροντι». Η σημερινή εκδοχή της «ελεύθερης αγοράς» καταλύει βάναυσα ακόμα και το «κοινωνικό συμβόλαιο» – είναι η οικονομική εξουσία που υποτάσσει τους λαούς υπογράφοντας δουλοκτητικά «μνημόνια». Φοβερά θέματα, δεν χωράνε σε μια συνέντευξη!
Υπάρχει, πιστεύετε, «ιστορική συνέχεια» και αν ναι, πώς ορίζεται; Έχει, τελικά, τόση σημασία ποιοι είμαστε και από πού ερχόμαστε ή είναι καλύτερα να δούμε τι μπορούμε να κάνουμε όντας αυτοί που είμαστε; «Ιστορική συνέχεια» σημαίνει να παραδίνεται η πείρα και η αποθησαυρισμένη από τη λαϊκή εμπειρία σοφία από γενιά σε γενιά – να μην ξαναρχίζει από την αρχή σε όλα η κάθε γενιά, να αξιοποιεί τον πολύτιμο πλούτο που εμπειρικά κατακτήσανε οι προγενέστεροι. Χωρίς «ιστορική συνέχεια» οι συλλογικότητες καθηλώνονται στον πρωτογονισμό. Και όχημα αυτής της συνέχειας είναι η γλώσσα. Τόσο η ζωντανή λαλιά όσο και η γλώσσα της αρχιτεκτονικής, της ζωγραφικής, της μουσικής, η γλώσσα των θεσμών που υπηρετούν τις κοινωνούμενες ανάγκες. Πηγή: www.lifo.gr