Όταν αποφάσισε ο Θόδωρος Γρηγοριάδης, καθηγητής αγγλικών σε γυμνάσια της Ξάνθης, να έρθει στην Αθήνα, είχε στις αποσκευές του το πρώτο μυθιστόρημα που λεγόταν «Κρυμμένοι άνθρωποι». Η επιτυχία ήρθε με το “Ναύτη”, το τρίτο του βιβλίο. Τότε έδωσε τις πρώτες συνεντεύξεις του, έγινε ακόμα και ταινία μικρού μήκους στο «Σελίδες με θέα» της ΕΡΤ. Επανεκδόθηκε πριν από λίγες ημέρες είκοσι χρόνια μετά την πρώτη του έκδοση, το 1994.
Το βιβλίο είναι το μοναδικό του που περιέχει κατά το ήμισυ αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο έφηβος που θέλει να δραπετεύσει από το χωριό του και να περιπλανηθεί τον κόσμο, να ανοιχτεί στο πέλαγος. «Αυτό το βιβλίο» μας λέει, «για μένα ήταν ένα βάρος επί χρόνια. Όλοι ήθελαν να συνεχίσω να γράφω όπως στο “Ναύτη”. Με το ίδιο στιλ και την ίδια θεματολογία, να φτιάξω ένα ακόμα βιβλίο οικογενειακό, συγκινητικό. Ένας έφηβος είναι ένας κερδισμένος ήρωας πάντα. Εγώ όμως ήθελα να αλλάζω. Έτσι μπήκα σε μια καινούργια φάση. Στο «Χορευτής στον ελαιώνα», μιλώ σαν γυναίκα σε πρώτο πρόσωπο. Το να γράψει ένας άντρας και να πείσει το γυναικείο κοινό ήταν κάτι πολύ δύσκολο. Το βιβλίο έκανε τις περισσότερες εκδόσεις απ’ όλα μέχρι στιγμής. “Με το επόμενο βιβλίο βούτηξα κυριολεκτικά στα «Νερά της χερσονήσου», με ένα μυθιστόρημα, οδοιπορικό πάνω στα συντρίμμια της οθωμανικής αυτοκρατορίας που καταρρέει. Με αυτό το βιβλίο μου έφυγαν οι μισοί αναγνώστες.» Γιατί; Επειδή ο συγγραφέας εδώ κάνει μια στροφή και φεύγει από τις κλασικές φόρμες. Πειραματίζεται με την οπτική γωνία των ηρώων και κυρίως με την πολυφωνία των χαρακτήρων, που ο καθένας έχει τη δική του φωνή. Πολύ απείχε αυτό το βιβλίο από τα οριενταλιστικά ιστορικά μυθιστορήματα. Είχε τρεις οπτικές γωνίες σε όσα συνέβαιναν και πραγματεύτηκε τα θέματα της εθνικής, θρησκευτικής και της ερωτικής ταυτότητας. Παρ’ όλη την εμπορική του καθίζηση, με αυτό το βιβλίο ασχολήθηκαν πολλές έδρες ελληνικών σπουδών και ξένοι μελετητές. «Είναι στην ουσία το λογοτεχνικό διαβατήριο μου για τον κόσμο», λέει ο Θόδωρος Γρηγοριάδης. Οι υπεύθυνοι στις έδρες ελληνικών σπουδών του εξωτερικού, ο Τζιόβας στο Μπέρμινχαμ, ο Βασίλης Λαμπρόπουλος και ο Στάθης Γουργουρής στην Αμερική, ο Βρασίδας Καραλής στην Αυστραλία μας εντόπισαν περισσότερο από το τότε ελληνικό ακαδημαϊκό και πανεπιστημιακό κατεστημένο. Το 2001 εκδίδεται «Το Παρτάλι». Στο “Παρτάλι” για πρώτη φορά, έχει πρωταγωνιστικό ρόλο ένας παρενδυτικός χαρακτήρας. Εδώ έχουμε και το πρώτο φιλί μεταξύ αγοριών. Είναι ένα βιβλίο της μεταπολίτευσης, της γενιάς των ανθρώπων που μας κυβερνάνε, σημερινοί εξηντάρηδες. Το «Παρτάλι» μεταφράζεται στα γαλλικά, παρουσιάζεται σε διεθνείς εκθέσεις βιβλίου και ακριβώς 10 χρόνια αργότερα παρουσιάζεται σαν μονόλογος στο φεστιβάλ Αθηνών. Εισάγεται ως θέμα στα gender studies. Διασχίζει τα όρια του φύλου και του σώματος. “Έξω από το σώμα” το επόμενο βιβλίο, όπου εκεί, ένας παρανοϊκός ήρωας θέλει να τεκνοποιήσει πειραματιζόμενος επιστημονικά. «Βιβλίο σκοτεινό, που προβλημάτισε. Έκανε μια έκδοση με το ζόρι και τρόμαξε τους αναγνώστες. Για μένα συμπλήρωνε το “Παρτάλι”. Συμπλήρωνε την αντρική ταυτότητα που πειραματίζεται με την υπόσταση, το φύλο και το σώμα.» Το 2005 ο Θόδωρος Γρηγοριάδης γράφει το πρώτο αθηναϊκό του μυθιστόρημα. «Βάζω έτσι ένα στοίχημα με τον εαυτό μου να μην αναφέρω καθόλου τη Βόρειο Ελλάδα. Τίτλος του βιβλίου, «Αλούζα, χίλιοι και ένας εραστές». Αλούζα, είναι το όνομα της θεάς Αφροδίτης των Αράβων ειδωλολατρών. Σε αυτό το μυθιστόρημα η ηρωίδα ζει στον Κεραμεικό, ταξιδεύει στη Μεσόγειο, συλλέγει εραστές. Αυτό είναι το πρόσχημα. Στην ουσία διερευνά τις σχέσεις και την ιστορία της Ελλάδας με την μεσογειακή ανατολή με επίκεντρο την Αθήνα. Η ηρωίδα ταξιδεύει στην Ιορδανία, τη Τυνησία, την Αίγυπτο, την Λιβύη και εκεί βρίσκει μνήμες ελληνικής και ελληνιστικής ιστορίας. «Αυτό αφορούσε και εμένα γιατί ερχόμουν από μια βαλκανική μεθόριο και επειδή πίστευα ότι η Αθήνα είναι μια μεσανατολική και μεσογειακή πόλη με ελάχιστα σημεία που της δίνουν μια πινελιά ευρωπαϊκής μεγαλούπολης». Τι μου άρεσε σε αυτό το βιβλίο; Το χιουμοριστικό κομμάτι των ακτιβιστών που κάνουν επιθέσεις σε λογοτεχνικά συνέδρια σε όσους επιχειρούν να κάνουν degaying στον Καβάφη. Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει την Μεσόγειο και την Ανατολή, η οποία εξαφανίζεται μετά την αραβική άνοιξη και τις επιπτώσεις της σε όλο τον σύγχρονο κόσμο. Αυτό το βιβλίο αγοράστηκε και μεταφράζεται στην Αίγυπτο, όπου πρόκειται να εκδοθεί. Κινδυνεύει πάντως να θεωρηθεί πολύ τολμηρό. Το 2007 εκδίδονται «Οι χάρτες». 70 διηγήματα των 700 λέξεων, τα οποία γράφτηκαν ειδικά για αυτή την συλλογή και χωρίστηκαν σε 4 γεωγραφικές ενότητες. «Αποτέλεσε μια δυνατή κίνηση τεχνικής και μια θυσία. Είχα 70 ιδέες που θα μπορούσα να τις εντάξω αλλιώς, όμως τις προσάρμοσα στο αρχικό σχέδιο. Τα έκοψα πολύ κάποια διηγήματα, για να γίνουν αυτές οι 700 λέξεις και έμαθα ότι η συμπύκνωση δεν είναι πάντα κακό πράγμα». Το 2009 γράφει τη «Δεύτερη γέννα». Μια μάνα φτάνει στην Αθήνα, μια γυναίκα γύρω στα 50, προσπαθώντας να αποδεχτεί τον χαμό της δολοφονημένης κόρης της. “Κι εγώ δεν ξέρω γιατί το έγραψα. Αυτή η νουβέλα πήρε τις καλύτερες κριτικές και αν ήταν μυθιστόρημα θα γινόταν μεγάλη επιτυχία”. Ανέβηκε στο θέατρο με την Φιλαρέτη Κομνηνού. Αυτό που θυμάμαι είναι ότι ο κόσμος έκλαιγε όταν έβγαιναν από την παράσταση. Η Αθήνα γίνεται το κέντρο των ιστοριών του Θόδωρου Γρηγοριάδη. «Εγώ υιοθέτησα την Αθήνα, γιατί εδώ δοκιμάζεσαι. Αλλιώς μένεις στον τόπο σου και γράφεις και μπορεί να σε βλέπουν λιγάκι γραφικό. Εδώ έγινα συγγραφέας. Αν δεν ερχόμουν εδώ δε θα έγραφα έτσι. Τα πρώτα χρόνια έβγαινα στο κέντρο και πάθαινα πανικούς, έδωσα μια μάχη που σήμερα θεωρώ κερδισμένη. Ό,τι δώσεις, παίρνεις. Δεν πούλησα στιλ και εξωτισμό στην Αθήνα ερχόμενος από κάπου μακριά. Αγαπώ πολύ τον τόπο μου αλλά ψηφίζω στη Νέα Σμύρνη, γιατί το πεζοδρόμιο που πατάω βρίσκεται εκεί». O Θόδωρος Γρηγοριάδης το καλοκαίρι του 2005 στη χαμένη πια Τυνησία Τι έγινε με τον «Παλαιστή και το Δερβίση», το επόμενο βιβλίο του; Εδώ έγινε της τρελής κανονικά. Τούρκος παλαιστής που παλεύει στα πανηγύρια της βόρειας Ελλάδας τα φτιάχνει με Αθηναία φωτογράφο. Έχουν μια απίστευτα σεξομανή σχέση, ενώ ταυτόχρονα τον επιθυμούν σφόδρα ένας επίδοξος συγγραφέας και ένας μεταφραστής τουρκολόγος. Ένα κουαρτέτο σε ένα πολυφωνικό μυθιστόρημα. “Δίχασε τους κριτικούς, το λάτρεψαν οι φευγάτοι τύποι αλλά ο πολύ κόσμος το φοβήθηκε: Είχε ένα Τούρκο με μεγάλο φαλλό που κρεβάτωνε τους Έλληνες, ενώ στα τουρκικά σίριαλ ούτε φιλί δε βλέπουμε, αυτό νομίζω τους φόβισε.Όταν παρουσίασα το βιβλίο στην Αλεξανδρούπολη, δυο – τρία μπλογκς εθνικιστικά με έβρισαν τόσο πολύ… Αυτό μου συνέβαινε πρώτη φορά. Νομίζω ότι ανήκει στα παρεξηγημένα βιβλία. Κατά βάθος είναι ένα βιβλίο κωμικοτραγικό, μια σάτιρα που παίζει με τις φοβίες μας απέναντι στο ξένο, το διαφορετικό”.
Ο Θόδωρος Γρηγοριάδης μαθαίνει τούρκικα εδώ και πέντε χρόνια. Προέρχεται από μια οικογένεια Ποντίων που σφαγιάστηκε σχεδόν ολόκληρη από τους Τούρκους. Έχει πολλούς Τούρκους φίλους. Αισθάνεται ότι οι εθνικιστικές επιθέσεις τον τιμούν. Και φτάνουμε στο “μυστικό της Έλλης”, το τελευταίο του βιβλίο. Ένα αθηναϊκό μυθιστόρημα με ηρωίδα μια γυναίκα, γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Η κάμερα είναι στραμμένη επάνω της. Είναι καθηγήτρια γαλλικών που τα φτιάχνει με έναν παντρεμένο, άνεργο τριαντάρη. Ενώ έχει ορκιστεί ότι δε θα ξαναδεί άντρα στη ζωή της. Τα δίνει όλα στον εραστή και την οικογένειά του. Η ιστορία διαδραματίζεται στο Γκάζι. «Με αυτό το βιβλίο πήγα για πρώτη φορά σε τόσες πολλές παρουσιάσεις και ομάδες ανάγνωσης. Αυτό που παραξενεύει είναι ότι η σχέση δεν είναι ολέθρια και είναι εν γνώσει ολόκληρης της οικογένειας. Ήθελα να δω μέχρι που μπορεί να φτάσει μια καινούργια ελληνική οικογένεια μέσα σε τόση κοινωνική ρευστότητα και με τόσες ανασφάλειες. Να μη γελιόμαστε: τις συνταγές τις ξέρουμε. Μπορείς να γράψεις την ίδια ιστορία και να είναι απλώς ένα ρομάντζο.Όμως εγώ χάνω και βρίσκω το κοινό, λιγότερο ή περισσότερο κάθε φορά, επειδή γράφω έχοντας κατά νου όχι μόνον τον κόσμο αλλά τη λογοτεχνία.Δεν του κλείνω το μάτι αλλά και δεν του πουλάω «λογοτεχνίτιδα». Δε θέλω να γράφω αυτιστικά κείμενα κλεισμένος σε ένα προσωπικό σύμπαν, ούτε αυτό με ενδιαφέρει.” Τους ήρωες του Θόδωρου Γρηγοριάδη, τους αγαπώ γιατί κουβαλούν το άγχος και την ανησυχία της εποχής τους. Στραπατσάρονται. Πέφτουν και σηκώνονται. Δεν υπάρχει ούτε ένας που να μην έχει κάνει εμετό. Είτε άντρες , είτε γυναίκες ξεφεύγουν από τα πρότυπα. Δεν είναι καθόλου καθησυχαστικοί για τον αναγνώστη. Όμως η Έλλη, μια ηρωίδα που επιβιώνει σε μια Αθήνα δύσκολη, μέσα στις νευρώσεις της μπορεί και απλώνει το χέρι και δείχνει αλληλεγγύη. Αν χρειάζεται κάποιος αναγνώστης και ένα αισιόδοξο μήνυμα. Θα μου πείτε δυο λόγια για την ελληνική λογοτεχνία, κύριε Γρηγοριάδη; Τον ρωτώ πριν χωρίσουμε. «Για πρώτη φορά έχω την αίσθηση ότι η ελληνική λογοτεχνία είναι εντελώς μετέωρη. Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα εκδότες και βγάζουν βιβλία. Αν σταματήσει αυτό, θα σταματήσουν να υπάρχουν ελληνικά κείμενα. Πολλές φορές ξεχνάμε κάτι. Τα αναγνωστικά στα σχολεία στηρίζονται στη λογοτεχνία, όχι στα περιοδικά. Κανείς δε φροντίζει την λογοτεχνία, να υπάρξει μια ελάχιστη διαμεσολάβηση. Ένας μάνατζερ να προτείνει βιβλία ελληνικής λογοτεχνίας στο εξωτερικό. Δεν πάμε σε λογοτεχνικά φεστιβάλ, δεν μας καλούν πουθενά, οι περισσότεροι συγγραφείς φυτοζωούν κυριολεκτικά και είναι ο μόνος κλάδος στην τέχνη που δεν έχει επιχορηγήσεις από πουθενά. Σε αυτή την τόσο ρευστή κατάσταση, εκτιμώ τους εκδοτικούς οίκους που ποντάρουν σε νέους συγγραφείς γνωρίζοντας ότι δεν θα κάνουν πωλήσεις».