Η Μαρία Ανδριά, η Μαρία Μπαϊκούση, η Ιωάννα Τζουλάκη, ο Βασίλης Αλεξανδράκης, ο Παναγιώτης Δάλλας, ο Γιώργος Κατσοπρινάκης, ο Βασίλειος Μουλιανίτης, ο Αθανάσιος Παπακυριακού και ο Κοσμάς Τσακμακίδης είναι νέοι αλλά έχουν ήδη διαγράψει μια λαμπρή επιστημονική πορεία. Από τις έρευνές τους σε εγχώρια ερευνητικά ιδρύματα και πανεπιστήμια θα προκύψει το αύριό μας.
Πολεμώντας την υπέρταση
Ιωάννα Τζουλάκη
Η δρ Ιωάννα Τζουλάκη διέγραψε μια μακρά πορεία στην αλλοδαπή, τόσο εκπαιδευτική (Πανεπιστήμιο του Εδιμβούργου, Ιmperial College του Λονδίνου) όσο και επαγγελματική: εργάστηκε ως επίκουρη καθηγήτρια στη σχολή δημόσιας υγείας του Ιmperial College προτού επιστρέψει στην Ελλάδα και στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων. Κεντρικός άξονας των ερευνητικών δραστηριοτήτων της για την τελευταία δεκαετία υπήρξε η αρτηριακή πίεση, ίσως ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για τα καρδιαγγειακά νοσήματα.
Ηδη η έρευνα της δρος Τζουλάκη και των συνεργατών της έχει συμβάλει στο να αναδειχθούν η σημασία και η σχέση του τρόπου ζωής με τη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Γνωρίζουμε πλέον σήμερα ότι η φυσική άσκηση, η περιορισμένη κατανάλωση αλκοόλ, η μεσογειακή διατροφή, η μειωμένη κατανάλωση αλατιού και φυσικά η αποχή από το κάπνισμα παίζουν σημαντικό ρόλο στη μείωση της αρτηριακής πίεσης. Ομως τα επίπεδα αρτηριακής πίεσης καθορίζονται και από γενετικούς παράγοντες. Και εδώ υπεισέρχεται το έργο της ελληνίδας ερευνήτριας: «Τα τελευταία χρόνια κάναμε μεγάλες έρευνες που σκοπό έχουν να μελετήσουν το γενετικό υπόβαθρο της υπέρτασης ή και άλλων παραγόντων κινδύνου. Ανακαλύψαμε έναν πολύ μεγάλο αριθμό γονιδίων που σχετίζονται με την αρτηριακή πίεση. Η πληροφορία αυτή είναι πολύ σημαντική. Πρώτον, μπορεί να εξηγήσει καλύτερα τον μηχανισμό, τα βιολογικά μονοπάτια που οδηγούν στη νόσο. Δεύτερον, μπορεί να φανερώσει καινούργιους θεραπευτικούς παράγοντες. Τέλος, μπορεί να συμβάλει στην ιατρική ακριβείας. Δηλαδή, τα ευρήματα γενετικής προδιάθεσης μπορεί να χρησιμοποιηθούν για να προβλέψουν ποια άτομα είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο να εμφανίσουν υψηλή αρτηριακή πίεση και έτσι να λάβουν προληπτική θεραπεία. Πάντως, η όποια γενετική προδιάθεση δεν πρέπει να εκλαμβάνεται ως καθοριστική και αμετάβλητη. Αντίθετα, οι μελέτες μας έχουν δείξει πως άτομα υψηλού γενετικού κινδύνου μπορούν να μειώσουν σημαντικά τον παραπάνω κίνδυνο ανάλογα με τον τρόπο ζωής που ακολουθούν».
Με δεδομένη την εκπαιδευτική και ερευνητική εμπειρία της στην αλλοδαπή ζητήσαμε από τη δρα Τζουλάκη να συγκρίνει τις δυνατότητες των ελληνικών πανεπιστημίων σε σχέση με τα ξένα στα οποία έχει εργαστεί: «Πιστεύω στις δυνατότητες των ελληνικών πανεπιστημίων. Προφανώς και εκεί, καθώς αποτελούν και αυτά κομμάτι της κοινωνίας μας, μπορεί κανείς να συναντήσει το καλύτερο και το χειρότερο, όπως άλλωστε συμβαίνει παντού, ακόμη και στα ξένα πανεπιστήμια. Αναμφίβολα όμως το καλύτερο μπορεί να βρει ευκολότερα διεξόδους και να αναδειχθεί σε μερικά ξένα πανεπιστήμια, όπου η θεσμική οργάνωση είναι υψηλότερη. Το ελληνικό πανεπιστήμιο χρειάζεται βελτίωση σε θεσμικά ζητήματα αλλά και να αναπτύξει μια σταθερή αντίστοιχη κουλτούρα που να προάγει τις δομές αριστείας. Για παράδειγμα, ενώ υπάρχει αξιολόγηση, δεν γίνεται πάντα χρήση των αποτελεσμάτων της. Σε κάθε περίπτωση πάντως, το ελληνικό πανεπιστήμιο δεν υστερεί σε επιστημονικό δυναμικό όσο κάποιες φορές παρουσιάζεται, και η καθολική αποδόμησή του είναι λανθασμένη και άδικη».
Οσο για το ΕΛΙΔΕΚ, η άποψή της είναι σαφής: «Ο θεσμός του ΕΛΙΔΕΚ μπορεί να βοηθήσει ουσιαστικά τόσο τους νέους ερευνητές να κάνουν έρευνα αιχμής στην Ελλάδα όσο και τους ερευνητές που εργάζονται στο εξωτερικό να χτίσουν την ερευνητική τους δραστηριότητα στη χώρα μας. Θέλω να πιστεύω ότι οι πρώτες δυσκολίες και καθυστερήσεις στην εκτέλεση κάποιων προγραμμάτων θα εξομαλυνθούν. Είναι σημαντικό ο θεσμός αυτός να έχει διάρκεια και να εδραιωθεί στην ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα ως μια ανεξάρτητη και αδιάβλητη διαδικασία με μοναδικό κριτήριο την επιστημονική ποιότητα».
Πηγή: