Χωρίς την πόλη το σπίτι είναι παράξενο. Δεμένο μαζί της εκ γενετής, διαμέρισμα ορόφου επειδή η πόλη θέλει πολύ κόσμο μαζεμένο για να είναι πόλη. Και ο κόσμος θέλει την πόλη διακαώς, η πόλη είναι στόχος και εκκίνηση. Οι επαρχιώτες ξεκινάνε τη γνωριμία της από τη στρογγυλή πλατεία, την Ομόνοια, που δεν μπορεί χρόνια τώρα να ομονοήσει με τον εαυτό της.
Επαρχιώτες απ’ όλο τον κόσμο πλέον, σοκάρουν τους πρώην επαρχιώτες, που δεν καταλαβαίνουν σε τι χρησιμεύει μια στρογγυλή ακτινοβόλα δήθεν πλατεία στο κέντρο της πόλης. «Θα καταφέρει το ωραίο αυτό σιντριβάνι να διώξει τους κατοίκους της περιοχής;» αναρωτιόταν νοσταλγικά μια κυρία πριν από ένα μήνα.
Χωρίς το μπες-βγες από τις πόρτες των διαμερισμάτων, αυτό το μπαμ και μπαμ κάθε τόσο, το σφυροκόπημα, τα άσφαιρα πυρά του οικιακού θυμού, χωρίς τα βήματα για τη δουλειά, για τα ψώνια, για το χάζι, για την ελπίδα που κάθε έξοδος από το σπίτι κρύβει, η πόλη δεν βγάζει νόημα.
Οι στενοί της δρόμοι δεν βγάζουν νόημα, πιο αφόρητη από ποτέ η στενότης όπως αναιδώς μοστράρεται στα παράθυρα, αλλά κι οι μεγάλοι κι ωραίοι ούτε κι αυτοί βγάζουν νόημα. Οι στενοί είναι για να περνάς γρήγορα, οι φαρδιοί για περίπατο. Τώρα πρέπει να κάνεις περίπατο στους στενούς, όχι, ατομική άθληση, θέλει ειδικό παπούτσι κ.λπ. Και στους φαρδιούς πώς να φτάσεις που είναι λίγοι και σε απόσταση ύποπτη;
Στις οθόνες προσπαθεί να χωρέσει ο κόσμος, να μεταφερθεί στο σπίτι. Μια χαρά τα πηγαίναμε πολλοί από μας με δαύτες, θα μπορούσαμε να μένουμε μέσα από μόνοι μας, για τη βολή μας. Αλλά κάπως ισορροπούσε η καθημερινότητα ανάμεσα στον αληθινό κόσμο και τον ψηφιακό, ήταν οι αισθήσεις που το απαιτούσαν, η αδηφάγα όραση, η επιρρεπής σε πειρασμούς ακοή, η προδότρα η όσφρηση, και η αφή, η αίσθηση του αιώνα, η τελευταία και πιο συγκλονιστική μας ανακάλυψη.
Αχ αυτή η αφή, που έχει γίνει πλέον η μεγάλη αδυναμία, που δεν μπορεί να καταλάβει όταν πιάνει τους ιούς, που λαχταρά πλάτες και λαιμούς και στόματα, και κροτάφους, γυαλάδες και απαλότητες, ανεκπαίδευτη στα βασικά, μας έβαλε σε μπελάδες. Να τη γαντοφορέσουμε, να τη μασκοφορέσουμε, να βάλουμε πάλι πέπλα, γάντια, φερετζέδες, πάνε τα φιλιά που χρόνια μάς πήρε να μάθουμε, πάει και η σοφία αποτίμησης των χειραψιών.
Πώς θα ξαναβρεθούνε άραγε το σπίτι κι ο κόσμος;