Το πρόγραμμα «Μένουμε Όρθιοι» παρουσίασε το μεσημέρι της Δευτέρας ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας, το οποίο αποτελεί επί της ουσίας ένα σχέδιο «άμεσων και κοστολογημένων παρεμβάσεων για τον εργαζόμενο και την επιχείρηση, για την κοινωνία και την οικονομία», όπως αναφέρει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Όπως αναφέρει η Κουμουνδούρου, «ο κορονοϊός αποτελεί μια παγκόσμια υγειονομική κρίση και είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή προέχει η προστασία της ανθρώπινης ζωής. Έτσι, είναι δεδομένο ότι το σύστημα υγείας πρέπει να ενισχυθεί με όσους πόρους χρειαστούν, χωρίς να υπάρχει καμία δεύτερη σκέψη. Η περαιτέρω αυτή ενίσχυση, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να υπολείπεται του 1 δισ. ευρώ. Χρήματα που είναι απαραίτητα, όχι μόνο για την ενίσχυση του ΕΣΥ κατά τη διάρκεια της κρίσης, αλλά και για μετά από αυτή ώστε η χώρα να έχει ένα σύγχρονο, καθολικό και ισχυρό δημόσιο σύστημα υγείας».
«Ταυτόχρονα, όμως, οι οικονομικές επιπτώσεις του κορονοϊού είναι δυσθεώρητες, τόσο σε παγκόσμιο όσο και σε εθνικό επίπεδο. Ήδη, σειρά από άλλες χώρες εφαρμόζουν εξαιρετικά γενναιόδωρα πακέτα στήριξης, στα οποία ο συνδυασμός άμεσων δαπανών και εγγυήσεων φτάνει το 20% του ΑΕΠ κάθε χώρας. Η Ελλάδα χρειάζεται ένα γενναίο εμπροσθοβαρές πακέτο, ώστε αφενός η ύφεση να είναι όσο το δυνατόν μικρότερη, αφετέρου, εξερχόμενοι από την κρίση να έχουμε γρήγορη ανάκαμψη, η οποία θα τους περιλαμβάνει όλους και όλες, χωρίς μείωση εισοδημάτων. Ανάκαμψη που θα οδηγήσει σε μια διατηρήσιμη αναπτυξιακή πορεία, της οποίας τα οφέλη θα διαχέονται σε όλη τη κοινωνία», προσθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ, εξηγώντας τα εξής:
«Το πακέτο αυτό θα πρέπει να είναι εμπροσθοβαρές διότι η πραγματικότητα δείχνει ότι οι αποσπασματικές παρεμβάσεις δεν ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες ούτε απαντούν στη διάχυτη ανασφάλεια του κόσμου, ενώ αδυνατούν να βελτιώσουν τις προσδοκίες και το οικονομικό κλίμα και έχουν ως αποτέλεσμα μια βαθιά και παρατεταμένη ύφεση. Μια ύφεση η οποία για να ανασχεθεί θα απαιτηθούν μεσομακροπρόθεσμα σημαντικά μεγαλύτερες παρεμβάσεις, με αμφίβολα αποτελέσματα».
«Παράλληλα, το πακέτο αυτό θα πρέπει να περιλαμβάνει σημαντικά κεφάλαια τα οποία θα δοθούν ως άμεση ενίσχυση σε εργαζόμενους και επιχειρήσεις και να μην περιορίζεται σε ενισχύσεις ρευστότητας με τη μορφή αναβολών πληρωμών ή δανείων. Η επόμενη μέρα δεν πρέπει να βρει τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις υπερχρεωμένους. Είναι αναγκαία, λοιπόν, η λήψη μέτρων που θα ενισχύσουν το εισόδημα ώστε να μην υπάρχουν αναχώματα στην ανάκαμψη μετά την υγειονομική κρίση», τονίζει το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο υπογραμμίζει ότι «από την πρώτη στιγμή, κατέθεσε συγκεκριμένες και κοστολογημένες προτάσεις. Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω αλλά και τους βαθμούς ελευθερίας που προκύπτουν από:
• Το Ταμειακό Απόθεμα Ασφαλείας (μαξιλάρι) ύψους 37 δισ. ευρώ που σχηματίστηκε την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα τα έτη 2016, 2017 και 2018.
• Την αποφασισμένη παρέκκλιση από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας και των κρατικών ενισχύσεων.
• Τη ρευστότητα η οποία θα είναι διαθέσιμη από τις παρεμβάσεις της ΕΚΤ.
• Την κλίμακα των δημοσίων παρεμβάσεων που επιλέγονται σε χώρες της Ε.Ε. και τις ΗΠΑ».
Ως συμπέρασμα ο ΣΥΡΙΖΑ αναφέρει ότι:
«H ελληνική οικονομία έχει ανάγκη μία δημόσια παρέμβαση της κλίμακας των 26 δισ. ευρώ με ορίζοντα εξαμήνου, εκ των οποίων τα 14 δισ. θα αφορούν δημοσιονομικά μέτρα στήριξης (1δισ. ευρώ μέτρα για την ενίσχυση της υγείας και 13 δισ. ευρώ άμεσα μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων, των εργαζομένων και των πολιτών) και τα 12 δισ. ευρώ θα αφορούν ενέσεις ρευστότητας, όπως εγγυήσεις δανείων.
Τα μέτρα που προτείνονται εδώ αφορούν τις άμεσες παρεμβάσεις ανακούφισης με ορίζοντα εξαμήνου, ενώ είναι προφανές ότι πιο ριζοσπαστικές παρεμβάσεις με μακροπρόθεσμο ορίζοντα απαιτούνται στο εγγύς μέλλον για να αντιμετωπιστούν οι νέες προκλήσεις που θα έχουν διαμορφωθεί για την κοινωνία και την οικονομία όταν πια η υγειονομική κρίση θα βρίσκεται οριστικά πίσω μας».