«Εγκλημα πάθους», «εν βρασμώ ψυχής», «διά λόγους τιμής»: έτσι αποκαλούνταν και έτσι καλύπτονταν επί δεκαετίες τα έμφυλα εγκλήματα. Ο όρος γυναικοκτονία εμφανίζεται τις τελευταίες δεκαετίες για να προσδιορίσει ένα έγκλημα που διαπράττεται εναντίον των γυναικών εξαιτίας του φύλου τους, για τον απλό και μόνο λόγο ότι είναι γυναίκες. Η βία που ασκείται στις γυναίκες πίσω από κλειστές πόρτες, εν είδει τιμωρίας για την «απείθειά» τους, έχει συνήθως ανδρικό πρόσωπο.
Και η γυναικοκτονία έρχεται ως κορύφωση της συχνά χρόνιας σωματικής και ψυχικής τους κακοποίησης. Η γυναικοκτονία είναι ένα έγκλημα στο οποίο εγγράφονται τα πρότυπα ηθικής των δραστών, η ιεραρχία των φύλων και η κατανομή των εξουσιών στον οικογενειακό μικρόκοσμο, η ιδιοκτησιακή νοοτροπία σε σχέση με τα θηλυκά μέλη της οικογένειας, η εσωτερικευμένη νομιμοποίηση της διαπροσωπικής βίας.
Προϋποθέτει σχέσεις εξουσίας και εξάρτησης μεταξύ θύτη και θύματος, ανισότητα σωματική, κοινωνική ή οικονομική, επικυριαρχία παρωχημένων κοινωνικών αντιλήψεων και έμφυλων στερεοτύπων. Δεν θα επαναλάβω εδώ τον αποτρόπαια μεγάλο αριθμό των γυναικών που δολοφονούνται κάθε μέρα στον κόσμο. Θα τονίσω, απλώς, ότι είναι καιρός να εξαλειφθεί ο κυρίαρχος σεξιστικός λόγος που επιρρίπτει την ευθύνη για τα γυναικοκτονικά φαινόμενα στις ίδιες τις δολοφονημένες γυναίκες.
Είναι καιρός να αντιμετωπιστούν δραστικά, και στη χώρα μας, τα κενά ή τα ελλείμματα του δικαιικού μας συστήματος, ώστε να πάψει η διαιώνιση του καθεστώτος φόβου και υποταγής των γυναικών και να αναχαιτιστεί η κλιμάκωση της έμφυλης βίας, η οποία, με τη γυναικοκτονία, εκδηλώνεται στην πιο ακραία της μορφή.
Η κοινωνία οφείλει να προστατεύσει αποτελεσματικά τις γυναίκες που πέφτουν θύματα έμφυλης βίας, μέσω της ενημέρωσης, της ενίσχυσης της αυτοπεποίθησής τους και της πολυδιάστατης στήριξής τους.
Το άρθρο δημοσιεύεται στα Νέα.